bn:00013488n
Noun Concept
EL
λόχμη  δασύλλιο  συστάδα δέντρων  αλσύλλιο  άλσος
EL
Μικρό δάσος, συστάδα θάμνων ή δέντρων σε συγκεκριμένη περιοχή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό δάσος, συστάδα θάμνων ή δέντρων σε συγκεκριμένη περιοχή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations