bn:00013491n
Noun Concept
EL
ψήκτρα  βούρτσα
EL
Σταθερό αγώγιμο σώμα ή εξάρτημα, το οποίο εξασφαλίζει τη συνεχή ηλεκτρική σύνδεση ανάμεσα στο σταθερό και στο κινητό μέρος της ηλεκτρικής μηχανής Greek Open Multilingual WordNet
English:
electric
Definitions
Relations
Sources
EL
Σταθερό αγώγιμο σώμα ή εξάρτημα, το οποίο εξασφαλίζει τη συνεχή ηλεκτρική σύνδεση ανάμεσα στο σταθερό και στο κινητό μέρος της ηλεκτρικής μηχανής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations