bn:00013600n
Noun Concept
EL
αγκράφα  πόρπη  chape
EL
Εξάρτημα, συχνά μεταλλικό, που ενώνει δύο άκρες (ζώνης, ιμάντα κ.τ.λ.) ή που παίζει διακοσμητικό ρόλο (σε ρούχα, σε παπούτσια κ.τ.λ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εξάρτημα, συχνά μεταλλικό, που ενώνει δύο άκρες (ζώνης, ιμάντα κ.τ.λ.) ή που παίζει διακοσμητικό ρόλο (σε ρούχα, σε παπούτσια κ.τ.λ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations