bn:00013686n
Noun Concept
Categories: Επαγγέλματα, Τέχνες του θεάματος, Κωμικοί
EL
κλόουν  παλιάτσος  γελωτοποιός
EL
(μεταφορικά) αυτός ο οποίος διασκεδάζει τους άλλους κάνοντάς τους να γελούν με την γελοία συμπεριφορά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(μεταφορικά) αυτός ο οποίος διασκεδάζει τους άλλους κάνοντάς τους να γελούν με την γελοία συμπεριφορά του Greek Open Multilingual WordNet
Οι κλόουν είναι κωμικοί διασκεδαστές, με χαρακτηριστική εμφάνιση που οφείλεται στο μέικ -απ, τις πολύχρωμες περούκες και τα περίεργα ρούχα τα οποία φορούν, ενώ μπορεί να φορούν και αστεία καπέλα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations