bn:00013700n
Noun Concept
EL
ημίπτερα  κορέοι  κοριός  hemipteron  ημίπτερος έντομο
EL
Έντομα που φέρουν σακοφόρα στόματα και φτερά, έχουν πεπλατυσμένο σώμα και ζουν παρασιτικά Greek Open Multilingual WordNet
English:
insect
Definitions
Relations
Sources
EL
Έντομα που φέρουν σακοφόρα στόματα και φτερά, έχουν πεπλατυσμένο σώμα και ζουν παρασιτικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki