bn:00013967n
Noun Concept
EL
διάρρηξη  ένοπλη ληστεία  διαρρήκτες  διαρρήξεις
EL
Παραβίαση κλειστού, ιδίως κλειδωμένου, χώρου, η οποία γίνεται συνήθως με σκοπό την κλοπή Greek Open Multilingual WordNet
English:
history
Definitions
Relations
Sources