bn:00014018n
Noun Concept
EL
καυστήρας
EL
Συσκευή στο εσωτερικό της οποίας επιτυγχάνεται η αμοιβαία επαφή καύσιμης ύλης και οξειδωτικού μέσου για την παραγωγή ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή στο εσωτερικό της οποίας επιτυγχάνεται η αμοιβαία επαφή καύσιμης ύλης και οξειδωτικού μέσου για την παραγωγή ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet