bn:00014070n
Noun Concept
EL
γόμωση  εκρηκτική γόμωση  εκρηκτικό φορτίο  δευτερεύουσα εκρηκτική ύλη  διαρρήκτη
EL
Η εκρηκτική ύλη που απαιτείται για το γέμισμα όπλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources