bn:00014138n
Noun Concept
EL
δουλειά  απασχόληση  εργασία  επάγγελμα  επιχείρηση
EL
Η κύρια δραστηριότητα που κάνει κάποιος στη ζωή του για βιοποριστικούς λόγους Greek Open Multilingual WordNet
English:
role
Definitions
Relations
Sources