bn:00014238n
Noun Concept
Categories: Κάπνισμα
EL
τσιγάρο  τσιγάρα  σιγαρέτο  καρφί φέρετρο
EL
Μακρόστενο λεπτό κυλινδρικό χαρτί με ή χωρίς φίλτρο στο ένα του άκρο, που περιέχει ποσότητα ψιλοκομμένων και επεξεργασμένων φύλλων καπνού και το οποίο τοποθετεί κανείς στα χείλη του ή σε πίπα και ανάβει το άλλο άκρο (το ελεύθερο), ρουφώντας μια δόση καπνού (εισπνέοντας ή αποβάλλοντάς τον) Greek Open Multilingual WordNet
English:
cigarette
Definitions
Relations
Sources
EL
Μακρόστενο λεπτό κυλινδρικό χαρτί με ή χωρίς φίλτρο στο ένα του άκρο, που περιέχει ποσότητα ψιλοκομμένων και επεξεργασμένων φύλλων καπνού και το οποίο τοποθετεί κανείς στα χείλη του ή σε πίπα και ανάβει το άλλο άκρο (το ελεύθερο), ρουφώντας μια δόση καπνού (εισπνέοντας ή αποβάλλοντάς τον) Greek Open Multilingual WordNet
Το τσιγάρο αποτελείται από μικρά κομμάτια επεξεργασμένου καπνού που είναι τυλιγμένα σε χαρτί. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations