bn:00014880n
Noun Concept
EL
ηρεμία
EL
Το να είναι κάτι ακίνητο και ήσυχο, να μην ταράσσεται από τίποτα (π.χ ηρεμία επικρατούσε στα πελάγη σήμερα) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να είναι κάτι ακίνητο και ήσυχο, να μην ταράσσεται από τίποτα (π.χ ηρεμία επικρατούσε στα πελάγη σήμερα) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet