bn:00014907n
Noun Concept
Categories: Όργανα μέτρησης
EL
θερμιδόμετρο
EL
Το όργανο με το οποίο μετρείται η ποσότητα θερμότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το όργανο με το οποίο μετρείται η ποσότητα θερμότητας Greek Open Multilingual WordNet
Το Θερμιδόμετρο είναι συσκευή, με την οποία πραγματοποιείται η μέτρηση ποσοτήτων θερμότητας που προσλαμβάνουν ή εκχωρούν τα διάφορα σώματα, στερεά ή ρευστά, υπό διάφορες επιδράσεις, ακόμα και σε χημικές. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations