bn:00014959n
Noun Concept
EL
κάλυκας  κάλυκα
EL
(βοτ.) το σύνολο των σεπάλων ενός άνθους, που περικλείει τα πέταλα, τους στήμονες και τα καρπόφυλλα και προστατεύει το άνθος, όταν είναι ακόμα οφθαλμός Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
flower
Definitions
Relations
Sources
EL
(βοτ.) το σύνολο των σεπάλων ενός άνθους, που περικλείει τα πέταλα, τους στήμονες και τα καρπόφυλλα και προστατεύει το άνθος, όταν είναι ακόμα οφθαλμός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations