bn:00015077n
Noun Concept
EL
τροχόσπιτο  τροχοβίλα  αυτοκινούμενο  λεωφορείο κάμπινγκ
EL
Είδος μικρού σπιτιού με ρόδες, από συνθετική ύλη, αυτόνομο ή ρυμουλκούμενο από επιβατικό αυτοκίνητο, που χρησιμοποιείται για κατάλυμα κατά τη διάρκεια ταξιδιού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος μικρού σπιτιού με ρόδες, από συνθετική ύλη, αυτόνομο ή ρυμουλκούμενο από επιβατικό αυτοκίνητο, που χρησιμοποιείται για κατάλυμα κατά τη διάρκεια ταξιδιού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary