bn:00015396n
Noun Concept
Categories: Καουτσούκ
EL
καουτσούκ  φυσικό καουτσούκ  ελαστικό κόμμι  ελάστικό κόμμι  ελαστικά
EL
Ελαστική, αδιάβροχη ουσία που παράγεται από το γαλακτικό χυμό ορισμένων τροπικών φυτών ή που είναι προϊόν από παράγωγα πετρελαίου και η οποία χρησιμοποιείται στη βιομηχανία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ελαστική, αδιάβροχη ουσία που παράγεται από το γαλακτικό χυμό ορισμένων τροπικών φυτών ή που είναι προϊόν από παράγωγα πετρελαίου και η οποία χρησιμοποιείται στη βιομηχανία Greek Open Multilingual WordNet
Το καουτσούκ είναι φυσικό πολυμερές προϊόν, που προέρχεται ακατέργαστο από διάφορα τροπικά φυτά, τα καουτσουκόδενδρα. Wikipedia
Το καουτσούκ είναι φυσικό πολυμερές προϊόν που προερχεται ακατέργαστο από διάφορα τροπικά φυτά τα καουτσουκόδενδρα. Wikidata