bn:00015427n
Noun Concept
Categories: Ακρωτήρια
EL
ακρωτήριο  ακρωτήρι  Κάβο-  γωνιστικότητα
EL
Στενή λωρίδα ξηράς που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα Greek Open Multilingual WordNet
English:
landform
geography
Definitions
Relations
Sources
EL
Στενή λωρίδα ξηράς που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα Greek Open Multilingual WordNet
Ως γεωγραφικός όρος, Ακρωτήριο ονομάζεται το τμήμα της ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα. Wikipedia
Τμήμα ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations