bn:00015492n
Noun Concept
Categories: Αγγειολογία
EL
τριχοειδές αγγείο  τριχοειδή αγγεία  Τριχοειδή
EL
Καθένα από τα πολύ λεπτά αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, τα οποία είναι απαραίτητα για την κυκλοφορία του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
blood vessel
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα πολύ λεπτά αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, τα οποία είναι απαραίτητα για την κυκλοφορία του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Τα τριχοειδή αγγεία έχουν λεπτά τοιχώματα που επιτρέπουν την ανταλλαγή ουσιών μεταξύ αίματος και κυττάρων. Wikipedia