bn:00015772n
Noun Concept
EL
αιχμαλωσία  δουλεία
EL
Η κατάσταση εκείνου που είναι αιχμάλωτος, η υποταγή σε κυρίαρχη επίδραση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση εκείνου που είναι αιχμάλωτος, η υποταγή σε κυρίαρχη επίδραση Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary