bn:00016524n
Noun Concept
EL
ράσο
EL
Το φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια, εξωτερικό μαύρο ένδυμα που φορούν στην καθημερινή τους ζωή οι κληρικοί, οι μοναχοί και, συχνά όταν ψέλνουν, οι ιεροψάλτες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια, εξωτερικό μαύρο ένδυμα που φορούν στην καθημερινή τους ζωή οι κληρικοί, οι μοναχοί και, συχνά όταν ψέλνουν, οι ιεροψάλτες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations