bn:00016527n
Noun Concept
EL
καλούπι
EL
Στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί διατηρεί το σχήμα της κοιλότητας Greek Open Multilingual WordNet
English:
casting
manufacturing
Definitions
Relations
Sources
EL
Στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου σχήματος, μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί διατηρεί το σχήμα της κοιλότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations