bn:00016771n
Noun Concept
EL
κάθοδος  κάθοδο  καθοδικό
EL
(φυσική) ηλεκτρόδιο συνδεδεμένο με τον αρνητικό πόλο ηλεκτρικής πηγής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources