bn:00016859n
Noun Concept
Categories: Λογοτεχνικά είδη, Σάτιρα
EL
σάτιρα  ειρωνεία  σαρκασμός  καυστική παρατήρηση  σάτιρες
EL
Πνευματώδης, καυστική γλώσσα που χρησιμοποιείται για να προσβάλλει ή να πειράξει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πνευματώδης, καυστική γλώσσα που χρησιμοποιείται για να προσβάλλει ή να πειράξει Greek Open Multilingual WordNet
Η σάτιρα επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή γεγονότος που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο, που ο σατιρικός καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση με σκοπό συχνά τη βελτίωση του αντικειμένου. Wikipedia