bn:00016864n
Noun Concept
EL
επαγρύπνηση  προσοχή  προφυλαξη  πρόνοια
EL
Η εκ των προτέρων μέριμνα, επαγρύπνηση για επίφοβη, ανεπιθύμητη εξέλιξη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η εκ των προτέρων μέριμνα, επαγρύπνηση για επίφοβη, ανεπιθύμητη εξέλιξη Greek Open Multilingual WordNet