bn:00016948n
Noun Concept
EL
ξύλο κέδρου
EL
Ανθεκτικό αρωματικό ξύλο που παράγεται από διάφορα είδη κέδρου Greek Open Multilingual WordNet
English:
wood
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανθεκτικό αρωματικό ξύλο που παράγεται από διάφορα είδη κέδρου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations