bn:00017047n
Noun Concept
Categories: Έγχορδα μουσικά όργανα
EL
βιολοντσέλο  τσέλο  βιολεντσέλο  βιολοντσέλλο  celli
EL
Μουσικό όργανο με βαθύ ήχο, της οικογένειας των βιολιών, έχει τέσσερεις χορδές, στηρίζεται στο δάπεδο και παίζεται κρατημένο ανάμεσα στα γόνατα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μουσικό όργανο με βαθύ ήχο, της οικογένειας των βιολιών, έχει τέσσερεις χορδές, στηρίζεται στο δάπεδο και παίζεται κρατημένο ανάμεσα στα γόνατα Greek Open Multilingual WordNet
Το βιολοντσέλο ή, απλούστερα, τσέλο, είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Wikipedia