bn:00017367n
Noun Concept
EL
πιστοποιητικό  διαπιστευτήριο  διαπιστευτήρια  πιστοποίηση
EL
Έγγραφο που επιβεβαιώνει την αλήθεια ισχυρισμών Greek Open Multilingual WordNet
English:
academic
Definitions
Relations
Sources