bn:00017670n
Noun Concept
EL
αλλαγή κατάστασης  αλλαγή της κατάστασης
EL
Το να γίνεται κάποιος ή κάτι διαφορετικό, να υφίσταται ουσιώδεις αλλαγές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να γίνεται κάποιος ή κάτι διαφορετικό, να υφίσταται ουσιώδεις αλλαγές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet