bn:00017676n
Noun Concept
Categories: Νοημοσύνη
EL
ιδιώτης  ηλίθιος  βλάκας  βλαμμένος  καθυστερημένος
EL
Πρόσωπο με μειωμένη νοημοσύνη Greek Open Multilingual WordNet
English:
person
psychology
Definitions
Relations
Sources
EL
Πρόσωπο με μειωμένη νοημοσύνη Greek Open Multilingual WordNet
Η λέξη "ιδιώτης" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ἰδιώτης. Wikipedia