bn:00017801n
Noun Concept
EL
επιτετραμμένος  επιτετραμμένο
EL
Οποιασδήποτε βαθμίδας διπλωμάτης, που αντικαθιστά προσωρινά τον πρέσβη όταν απουσιάζει ή λείπει σε διπλωματική αποστολή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οποιασδήποτε βαθμίδας διπλωμάτης, που αντικαθιστά προσωρινά τον πρέσβη όταν απουσιάζει ή λείπει σε διπλωματική αποστολή Greek Open Multilingual WordNet
Επικεφαλής διπλωματικής αποστολής όταν δεν υφίσταται υψηλότερου βαθμού αξιωματούχος Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations