bn:00018057n
Noun Concept
EL
αρχιμάγειρας  αρχιμάγειρος  μάγειρας  μάγειρος  σεφ
EL
Το πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την παρασκευή φαγητών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources