bn:00018174n
Noun Concept
EL
κερασιά  ξύλο κερασιάς
EL
Ξύλο που παράγεται από διάφορα είδη κερασιάς και κυρίως από την μαύρη κερασιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ξύλο που παράγεται από διάφορα είδη κερασιάς και κυρίως από την μαύρη κερασιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary