bn:00018660n
Noun Concept
EL
επιλογή  εκλογή  διαλογή
EL
Το να διαλέγει κάποιος κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να διαλέγει κάποιος κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations