bn:00018819n
Noun Concept
Categories: Ορολογία θρησκείας
EL
εκκλησία  Εκκλ.
EL
Οργανωμένο σύνολο χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα ή που υπάγονται στην ίδια θρησκευτική ηγεσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οργανωμένο σύνολο χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα ή που υπάγονται στην ίδια θρησκευτική ηγεσία Greek Open Multilingual WordNet
Η Εκκλησία αρχικά είχε την έννοια της συνέλευσης. Wikipedia
Ο οργανισμός που συνδέει του πιστούς στον Χριστινανισμό. Wikipedia Disambiguation
κοινότητα των πιστών που διακηρύσσουν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations