bn:00019262n
Noun Concept
Categories: Μοριακή Βιολογία, Γονίδια
EL
γονίδιο  γόνος  γονίδια  γενετικό υλικό  Γενετικός
EL
Αυτο-αντιγραφόμενο πρωτεϊνικό μόριο που κατέχει σταθερή θέση σε ένα χρωμόσωμα, μονάδα κληρονομικότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτο-αντιγραφόμενο πρωτεϊνικό μόριο που κατέχει σταθερή θέση σε ένα χρωμόσωμα, μονάδα κληρονομικότητας Greek Open Multilingual WordNet
Τα γονίδια είναι αλληλουχίες βάσεων του DNA που μεταγράφονται, στις οποίες περιέχονται πληροφορίες που καθορίζουν την σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου ή ενός μορίου RNA. Wikipedia
Χημική ένωση Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations