bn:00019786n
Noun Concept
EL
κορύφωση
EL
Το ανώτατο σημείο ή βαθμός που μπορεί να φτάσει κάτι που μεγαλώνει ή αναπτύσσεται ή εξελίσσεται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ανώτατο σημείο ή βαθμός που μπορεί να φτάσει κάτι που μεγαλώνει ή αναπτύσσεται ή εξελίσσεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet