bn:00019791n
Noun Concept
EL
Αναρρίχηση  ανάβαση  αναρρίχηση ειδικός  ορειβασία
EL
Η πορεία προς τα πάνω, το ανέβασμα συνήθως σε βουνό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources