bn:00019848n
Noun Concept
EL
φορά
EL
Περίπτωση, περίσταση (που προσδιορίζεται και χρονικά) ή ευκαιρία, χρονική στιγμή ή περίοδος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Περίπτωση, περίσταση (που προσδιορίζεται και χρονικά) ή ευκαιρία, χρονική στιγμή ή περίοδος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations