bn:00019911n
Noun Concept
EL
κλώνος  clon
EL
(βιολογία) οργανισμόςκύτταρο) που προέρχεται από ένα μόνο άτομο με εργαστηριακές μεθόδους αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό Greek Open Multilingual WordNet
English:
cell biology
plant
Definitions
Relations
Sources
EL
(βιολογία) οργανισμόςκύτταρο) που προέρχεται από ένα μόνο άτομο με εργαστηριακές μεθόδους αναπαραγωγής, με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations