bn:00020018n
Noun Concept
EL
επιρροή
EL
Η ικανότητα που έχει κάποιος να επιβάλλεται, να επιδρά σε πρόσωπα ή καταστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα που έχει κάποιος να επιβάλλεται, να επιδρά σε πρόσωπα ή καταστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet