bn:00020040n
Noun Concept
EL
ρόπαλο
EL
Ράβδος, συνήθως ξύλινη, με διογκωμένο το ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως όπλο Greek Open Multilingual WordNet
English:
weapon
Definitions
Relations
Sources
EL
Ράβδος, συνήθως ξύλινη, με διογκωμένο το ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως όπλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet