bn:00020463n
Noun Concept
EL
γνώση
EL
Το πλήθος των πραγμάτων που κάποιος γνωρίζει ή καταλαβαίνει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πλήθος των πραγμάτων που κάποιος γνωρίζει ή καταλαβαίνει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet