bn:00020471n
Noun Concept
EL
συνάφεια  συνοχή  συνδετικότητα  συνεκτικότητας της ομάδας  συνοχή της ομάδας
EL
Άμεση σχέση, λογική σύνδεση γεγονότων, καταστάσεων ή φαινομένων Greek Open Multilingual WordNet
English:
linguistics
Definitions
Relations
Sources