bn:00020748n
Noun Concept
Categories: Όραση, Χρώμα, Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, Χρώματα
EL
ορατό φάσμα  οπτικό φάσμα  ορατού μήκους κύματος  ορατού φάσματος  φάσμα χρωμάτων
EL
Ως ορατό φάσμα χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος με το αισθητήριο της όρασης. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources