bn:00020766n
Noun Concept
Categories: Τύποι φωνών στην όπερα, Όπερα, Φωνητική
EL
κολορατούρα
EL
Ο μουσικός όρος κολορατούρα προέρχεται από το λατινικό ρήμα colorare που σημαίνει χρωματίζω· από την ίδια ρίζα προέρχεται και το color, το φθογγόσημο αξίας ενός ογδόου στη λατινική ορολογία της μουσικής. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο μουσικός όρος κολορατούρα προέρχεται από το λατινικό ρήμα colorare που σημαίνει χρωματίζω· από την ίδια ρίζα προέρχεται και το color, το φθογγόσημο αξίας ενός ογδόου στη λατινική ορολογία της μουσικής. Wikipedia