bn:00020876n
Noun Concept
EL
κοινοπραξία  συνασπισμός  συνεταιρισμός
EL
Σύμπραξη ανθρώπων, οργανισμών ή χωρών για κάποιον ειδικό σκοπό, κυρίως πολιτικό ή οικονομικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύμπραξη ανθρώπων, οργανισμών ή χωρών για κάποιον ειδικό σκοπό, κυρίως πολιτικό ή οικονομικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary