bn:00021213n
Noun Concept
EL
αναστάτωση  φασαρία  σαματάς  φιλονικία
EL
Η ενέργεια του να κάνει κάποιος ή κάτι, δυνατό και ενοχλητικό θόρυβο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του να κάνει κάποιος ή κάτι, δυνατό και ενοχλητικό θόρυβο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations