bn:00021643n
Noun Concept
Categories: Μπαχαρικά, Καρυκεύματα
EL
καρύκευμα  καρυκεύματα
EL
Αρωματική ή πικάντικη ουσία, που προσθέτουμε στο φαγητό για να γίνει πιο νόστιμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αρωματική ή πικάντικη ουσία, που προσθέτουμε στο φαγητό για να γίνει πιο νόστιμο Greek Open Multilingual WordNet
Καρύκευμα ονομάζεται ο συνδυασμός, συνήθως αποξηραμένων μπαχαρικών, που αποσκοπεί να δώσει γεύση, άρωμα ή και χρώμα στο φαγητό. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations