bn:00021681n
Noun Concept
EL
αγωγός
EL
Υλικό σώμα που επιτρέπει τη μετάδοση ηλεκτρικής, θερμικής ενέργειας κ.λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Υλικό σώμα που επιτρέπει τη μετάδοση ηλεκτρικής, θερμικής ενέργειας κ.λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary