bn:00021753n
Noun Concept
EL
εγκλεισμός  περιορισμός
EL
Ο περιορισμός κάποιου μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθως για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο περιορισμός κάποιου μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθως για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet