bn:00021777n
Noun Concept
EL
κομφορμισμός  κονφορμισμός  κομφορμισμό
EL
Η τάση του ατόμου να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στις αντιλήψεις, τις συνήθειες, τα έθιμα κ .λ .π της κοινωνίας στην οποία ανήκει Greek Open Multilingual WordNet
English:
psychology
Definitions
Relations
Sources
EL
Η τάση του ατόμου να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στις αντιλήψεις, τις συνήθειες, τα έθιμα κ .λ .π της κοινωνίας στην οποία ανήκει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations